χολαγγείωμα

χολαγγείωμα
το, Ν
ιατρ. κακοήθης όγκος τών ενδοηπατικών χοληφόρων οδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cholangioma < χολή + αγγείο + κατάλ. -ωμα (πρβλ. καρκίν-ωμα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”